- μυρεψούς
- μυρεψόςone who boils and prepares unguentsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PIGMENTUM — Graecis recentioribus πήμεντον, item πιμεντον, quemadmodum et pimentum legimus in veter. libro Excerptorum Apicii, ubi sic habet, Brevis pimentorum, quae in domo esse debent, ut condimentis nihil desit: non unâ occurrit notione. In his enim… … Hofmann J. Lexicon universale
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek